- δέρτρον
- δέρτρον: membrane enclosing the bowels; δέρτρον ἔσω δύνοντες, ‘penetrating the vitals,’ Od. 11.579†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δέρτρον — δέρτρον, το (Α) 1. η μεμβράνη που περιβάλλει το συκώτι και τα εντόσθια 2. το ράμφος τού γερακιού 3. πληθ. τύμπανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (επίθημα) –τρον δηλωτικό τού οργάνου (πρβλ. ήτρον, κάλυπτρον)] … Dictionary of Greek
δέρτρον — caul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρτρα — δέρτρον caul neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρτροισι — δέρτρον caul neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρτρου — δέρτρον caul neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρτρων — δέρτρον caul neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που … Dictionary of Greek
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary